- μικρός
- -ή, -ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, -όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, -όν)1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν ἔην τὸ δέμας, ἀλλὰ μαχητής», Ομ. Ιλ.)2. (σε χρονική έννοια) βραχύς, σύντομος, ολιγόχρονος (α. «μικρή αναμονή» β. «ἐν μικρῷ... χρόνῳ», Πίνδ.)3. (σε ποσοτική έννοια) λίγος, πολύ περιορισμένος, λιγοστός, ανεπαρκής (α. «μικρός μισθός» β. «μὴ φοβοῡ τὸ μικρὸν ποίμνιον», ΚΔ)4. μτφ. (ως προς τον βαθμό, τη σπουδαιότητα, τη σημασία) ανάξιος λόγου, μηδαμινός, ασήμαντος, όχι σοβαρός, περιορισμένης σημασίας (α. «μικρή ζημιά» β. «μεγάλα πράσσων αἰτίας μικρᾱς πέρι», Ευ ρ.)5. (για πρόσ.) κατώτερος ως προς την τάξη, το αξίωμα, την καταγωγή ή τη σημασία, ασήμαντος, ταπεινός, ανίσχυρος (α. «ποιος λογαριάζει εμάς τους μικρούς» β. «σμικρός ἐν σμικροῑς... ἔσσομαι», Πίνδ.)6. φρ. α) «μικροῡ δεῑν» — λίγο έλειψε να...β) «προ μικρού» — λίγο πρινγ) «μετά μικρόν» — λίγο μετάνεοελλ.1. αναξιοπρεπής, ευτελής, τιποτένιος, χαμερπής, χυδαίος («αποδείχθηκε πολύ μικρός άνθρωπος»)2. το αρσ. ως ουσ. ο μικρόςα) το γκαρσόνι («φώναξε στον μικρό να μάς φέρει τον λογαριασμό»)β) υπηρέτης3. το θηλ. ως ουσ. η μικρήη υπηρέτρια («θα σού στείλω τα πράγματα με τη μικρή»)4. το ουδ. ως ουσ. το μικρόνήπιο, βρέφος, νεογνό5. φρ. α) «μικρόν κατά μικρόν» — σιγά σιγά ή λίγο λίγοβ) «οι μικρές ώρες» — οι ώρες μετά τα μεσάνυκτα, οι πρώτες πρωινές ώρες («συνηθίζει να επιστρέφει σπίτι του τις μικρές ώρες»)δ) «μικρή κυκλοφορία»ανατ. το τμήμα τής κυκλοφορίας τού αίματος με το οποίο το αίμα προωθείται για οξυγόνωση στους πνεύμονες και το οξυγονωμένο αίμα επαναφέρεται στην καρδιάε) «μικρό ταμείο»(οικον.) το μικρό χρηματικό ποσό που δίδεται με τη μορφή πάγιας προκαταβολής για την πληρωμή μικροεξόδων τών υπαλλήλωννεοελλ.-μσν.1. (για ήχο) σιγανός («μικρός θόρυβος»)2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) νεαρό άτομο («τελικά, θα πάρουμε και τον μικρό μαζί μας» β. «η μικρή μιλά θαυμάσια τα Αγγλικά»)μσν.1. α) (το ουδ. ως ουσ. για πτηνό) νεοσσόςβ) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. (για αδελφούς) ο νεαρότερος σε ηλικία αδελφός, η νεαρότερη αδελφή2. το θηλ. ως ουσ. σκάφος περιορισμένου μεγέθους3. το ουδ. ως ουσ. περιορισμένη ποσότητα4. (το αρσ. υπερθ. ως ουσ.) ο μικρότατοςο ελάχιστος (σε αυτοχαρακτηρισμούς, για να δηλωθεί ταπεινοφροσύνη)ο τελευταίος, ο εντελώς άσημος5. επιπόλαιος, ελαφρός6. φρ. α) «μικρὸς δούκας ἢ τοπάρχης» — άρχοντας που εξουσιάζει μικρή περιοχήβ) «μικρὸς θεῑος» — ο πρώτος εξάδελφος τών γονέωνγ) «μικρὸς κόσμος»i) ο άνθρωποςii) η οικουμένη, η κτίσηδ) «μικρὰν ὥραν» ή «πρὸς μικρὰν ὥραν» — για λίγη ώραε) «πρὸς μικρόν» — για σύντομο χρονικό διάστημαστ) «μικρὸν καί» — παραλίγο να, σχεδόν7) χρησιμοποιούνταν ως προσωνυμία βασιλέων («Θεοδόσιος ὁ μικρός»)8. (το ουδ. ως επίρρ.) μικρόνα) για σύντομο χρονικό διάστημαβ) με συντομία, με λίγα λόγια9. (η γεν. ως επίρρ.) μικροῡα) σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε λίγοβ) πριν από λίγο γ) για λίγο, για λίγη ώραμσν.-αρχ.φρ. «κατὰ μικρόν»α) λίγο λίγοβ) με συντομία, με λίγα λόγιααρχ.1. (η γεν. ως επίρρ.) μικροῡα) σχεδόν, παρά λίγο να... β) με μικρή τιμή, φτηνά2. φρ. α) «σμικρῷ πρόσθεν» — λίγο πρινβ) «ἐπὶ (σ)μικρόν» — για λίγο χρόνο, για λίγογ) «παρὰ μικρόν» — παραλίγοδ) «παρὰ μικρὸν ποιεῑν» και «παρὰ μικρὸν ἡγεῑσθαι» — το να αποδίδει κανείς μικρή σημασία σε κάτιε) «τὸ παρὰ μικρόν» — πράγμα μικρής σημασίαςστ) «κατὰ μικρόν» — σε μικρά μέρη, σε μικρά τεμάχιαζ) «μετὰ μικρόν» — λίγο κατόπιν.επίρρ...μικρῶς και σμικρῶς (ΑΜ)1. εν ολίγοις, με λίγα λόγια2. σε μικρές ποσότητες.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μικ-ρός < σμικρός (πρβλ. μία < σμία) και ο τ. μικ(κ)ός* (χωρίς επίθημα -ρός) συνδέονται με το λατ. mīca «ψήγμα, μικρό κομμάτι» (πρβλ. λ. μίκα). Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *smēi-ŕsmīk- «θρύμμα, ψίχουλο» και συνδέεται με: αρχ. άνω γερμ. smāhi «μικρός, χαμηλός, μέτριος, και smahen «μικραίνω» και αρχ. νορβ. smār «μικρός». Λιγότερο πιθανή φαίνεται η άποψη ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *mei/ *mi- (πρβλ. λ. μείων) και προέρχεται από αμάρτυρο τ. *μι-ικός > μικός), ενώ το επίθημα -ρός είναι αναλογικό προς το επίθημα τού μακ-ρός. Κατ' άλλους τέλος, το επιθ. μπορεί να συνδεθεί με αγγλοσαξ. śmicre «κομψός», λιθουαν. susmižes «μικρός» και σμήν «αποξέω» (πρβλ. σμίλη). Επικρατέστερη πάντως όλων τών προηγούμενων συνδέσεων θεωρείται η σύνδεση τού επιθ. με λατ. mīca, ενώ για το επίθημα -ρός πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι πρόκειται για μια αρχαία εναλλαγή μεταξύ τών -ρος/υ- (πρβλ. Μίκ-υ-θος). Η σημ. τής λ. μικρός καλύπτεται κατά ένα μέρος από τη σημ. τού επιθ. ὀλίγος (πρβλ. μικροῦ δεῖ, ὀλίγου δεῖ), αλλά η σημ. τού επιθ. μικρός είναι περισσότερο εκφραστική, συγκεκριμένη και δεν έχει την αριθμητική - ποσοτική σημ. τού ὀλίγος (βλ. και λ. λίγος). Ευρεία, τέλος, υπήρξε η χρήση του στην Αρχαία Ελληνική με μειωτική σημ. «ασήμαντος, ποταπός». Το επίθ. μικρός/ μικ(κ)ός εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό ανθρωπωνυμίων και υποκοριστικών: Μίκκος, Μίκκα, Μίκκαλος, Μικίννης, Μίκων, Μικίας, Μίκιλλος, Μίκυθος, Σμίκρα, Μικρίων, Σμικρίνης (πρβλ. Αισχίνης). Επίσης, στη Μυκηναϊκή απαντά το ανθρωπωνύμιο Μικαρίζο (για σύνθετα με α΄ συνθετικό μικρός βλ. μικρ[ο-]).ΠΑΡ. μικρότητα, μικρύνωαρχ.μίκυθοςαρχ.-μσν.μικρόθενμσν.μικρεύωμσν.- νεοελλ.μικραίνω, μικράκινεοελλ.μικράτα, μικροσύνη.ΣΥΝΘ. (β' συνθετικό) αρχ. μεγαλόμικρος, πάμμικρος, πάνσμικροςνεοελλ.ολό-μικρος].
Dictionary of Greek. 2013.